συριγματώδης

συριγματώδης
ης, ωδές свистящий, похожий на свист

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συριγματώδης" в других словарях:

  • συριγματώδης — ες / συριγματώδης, ῶδες, ΝΑ [σύριγμα, ατος] όμοιος με σύριγμα, συριστικός (α. «συριγματώδης αναπνοή» β. «συριγματώδης ἦχος», Κάσσ.) …   Dictionary of Greek

  • συριγματώδη — συριγματώδης like the sound of a pipe neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συριγματώδης like the sound of a pipe masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συριγματώδης like the sound of a pipe masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»